Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε στη δημοσιονομική κρίση των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης.
Η θεραπεία που επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και της κρίσης χρέους ήταν η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή με μέτρα λιτότητας και αύξηση των φόρων.
Έξι χρόνια μετά η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση, το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα εξαλείφτηκε, αλλά το δημόσιο χρέος παραμένει σε μη βιώσιμο επίπεδο καθιστώντας δυσχερή την έξοδο της χώρας στις αγορές για αναχρηματοδότηση των χρεών της. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η αύξηση της ανεργίας, η μείωση των εισοδημάτων, η αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου των ελληνικών νοικοκυριών, η όξυνση της ανισοκατανομής του εισοδήματος και η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα θέτουν επιτακτικά την ανάγκη διαμόρφωσης ενός πλέγματος κοινωνικής προστασίας που θα καλύψει και προστατεύσει τα άτομα που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και είναι αντιμέτωποι με τον αποκλεισμό. Τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δεν υπήρξε πρόνοια για τα πιο αδύνατα στρώματα αλλά αντίθετα περιορίστηκαν ή και καταργήθηκαν πολλά από τα επιδόματα κοινωνικής προστασίας.
Οι μεταβιβαστικές πληρωμές (30,2% του ΑΕΠ το 2011) αν και δεν υστερούν ποσοστιαία σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. δεν καλύπτουν κατηγορίες πληθυσμού που δεν έχουν κανένα εισόδημα. Το μεγαλύτερο ποσοστό μεταβιβαστικών πληρωμών στις συντάξεις (44% ως ποσοστό επί του συνόλου το 2011), στις δαπάνες υγείας – πρόνοιας (25,86% ως ποσοστό επί του συνόλου το 2011), στο επίδομα ανεργίας (7,43% ως ποσοστό επί του συνόλου το 2011) και στις μεταβιβαστικές πληρωμές για επιδόματα και παροχές σε άτομα με ειδικές ανάγκες (4,87% ως ποσοστό επί του συνόλου το 2011). Η πρόνοια για τις υπόλοιπες κατηγορίες του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν την κοινωνική εξαθλίωση, όπως είναι οι μακροχρόνια άνεργοι ή οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, είναι ανύπαρκτη.
Η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας έχει αλλάξει προς το χειρότερο όλους τους δείκτες κοινωνικής συνοχής δημιουργώντας όξυνση του φαινομένου της φτώχειας. Η φτώχεια αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο «συντίθεται από στοιχεία ποσοτικά (ανεπαρκείς χρηματικοί πόροι), αλλά και ποιοτικά (ελλιπείς μη χρηματικοί πόροι)». Η ποσοτική διάσταση της φτώχειας, αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη επαρκών πόρων για την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών. Ωστόσο, η έννοια των βασικών αναγκών μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα άτομα, την κοινωνία και τη χρονική στιγμή στην οποία εξετάζεται. Η ποιοτική διάσταση της φτώχειας αναφέρεται στην αδυναμία πρόσβασης του ατόμου στις βασικές κοινωνικές, πολιτικές και επαγγελματικές ευκαιρίες και δυνατότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε μία συγκεκριμένη περίοδο.
Η φτώχεια καταγράφεται γενικά με δύο μορφές που είναι η «απόλυτη» και η «σχετική» φτώχεια. Η «απόλυτη» φτώχεια εξετάζει την επιβίωση των ανθρώπων και παραπέμπει σε καταστάσεις ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών πρώτης ανάγκης για να διασφαλίσουν την επιβίωση τους, όπως καταστάσεις λιμοκτονίας, έντονου υποσιτισμού, έλλειψης πόσιμου νερού, στέγασης, ένδυσης ή φαρμάκων. Σε αντίθεση με την απόλυτη φτώχεια, η «σχετική φτώχεια» σχετίζεται με την κατάσταση των ατόμων σε μία κοινωνία. Η σχετική φτώχεια ορίζεται σε άμεσο συσχετισμό με τις ανάγκες που δημιουργούνται μέσα σε μία κοινωνία σε μια ορισμένη χρονική περίοδο και αναφέρεται σε νοικοκυριά των οποίων το βιοτικό επίπεδο απέχει τόσο πολύ από το γενικό βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας στην οποία ανήκουν, ώστε δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν σε συνηθισμένες καθημερινές δραστηριότητες.
Στην Ελλάδα με δεδομένο το σχετικά υψηλό ποσοστό ανάπτυξης, όπου ο στόχος δεν είναι πλέον μόνο η απλή κάλυψη ενός βασικού επιπέδου επιβίωσης, αλλά η πρόσβαση ολόκληρου του πληθυσμού στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών και σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, οι στατιστικές μετρήσεις αφορούν κυρίως στη σχετική φτώχεια.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2012 το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με τον ορισμό της στρατηγικής για την Ευρώπη 2020, έφτασε το 34,6% έναντι 28,1% στην αρχή της κρίσης το 2008. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος) προ μεταβιβαστικών πληρωμών έφτασε το 2012 στο 26,8% έναντι 23,3% στην αρχή της κρίσης το 2008. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος) μετά μεταβιβαστικών πληρωμών έφτασε το 2012 στο 23,1% έναντι 20,1% στην αρχή της κρίσης το 2008. Το 2012 η μείωση του ποσοστού που πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας είναι μόλις 3,7% του συνόλου (3,2% το 2008) έναντι 9% στην Ε.Ε. των 27 μελών (8,8% το 2008). Δυστυχώς, όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία η αποτελεσματικότητα των μεταβιβαστικών πληρωμών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλή, αποδεικνύοντας ότι τα επιδόματα δεν είναι στοχευμένα στους πιο αδύναμους.
Η ανισοκατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα αυξήθηκε. Το 20% του πληθυσμού που έχει το υψηλότερο εισόδημα είχε 6,6 φορές περισσότερο εισόδημα σε σχέση με το 20% του πληθυσμού που έχει το χαμηλότερο εισόδημα το 2012 έναντι 5,9 φορές περισσότερο το 2008. Η ανισοκατανομή αυτή είναι η 2η μεγαλύτερη στην Ε.Ε. μετά την Ισπανία.Η ανισοκατανομή του εισοδήματος επιβεβαιώνεται και από το συμπληρωματικό δείκτη, αυτό του συντελεστή Gini ο οποίος παρουσιάζει τον βαθμό ανισοκατανομής και κυμαίνεται από 0% (στην περίπτωση απόλυτης ισότητας όπου κάθε άτομο λαμβάνει ακριβώς το ίδιο εισόδημα) έως 100% (στην περίπτωση πλήρους ανισοκατανομής όπου ολόκληρο το εθνικό εισόδημα συγκεντρώνεται σε ένα και μόνο άτομο) για τον οποίο το ποσοστό αυξήθηκε από το 33,4% το 2008 στο 34,3% το 2012.
Η φτώχεια στην Ελλάδα αν και βρίσκεται σε έξαρση δεν επηρεάζει το ίδιο όλες τις πληθυσμιακές ομάδες. Ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τον τύπο νοικοκυριού, την απασχόληση, την ένταση εργασίας και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κατοικίας η φτώχεια διαφέρει αποδεικνύοντας ότι είναι συγκεκριμένες οι πληθυσμιακές ομάδες που χρειάζονται μεγαλύτερη στήριξη. Ειδικότερα:
Βάσει του μεγέθους νοικοκυριού, το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας εμφανίζουν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με εξαρτημένο μέλος (66%), ακολουθούν τα νοικοκυριά με πέντε ή/και περισσότερα μέλη (36,8%), και νοικοκυριά με τρείς ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά (31,3%).
Βάσει του φύλου, στο όριο φτώχειας βρίσκεται το 23,6% των γυναικών έναντι 22,5% των ανδρών.
Βάσει της ηλικιακής ομάδας, τα μικρότερα ποσοστά φτώχειας παρουσιάζουν τα άτομα των ομάδων 25-54 (23%) και 55-64 (21,8%), των άνω των 65 (17,2%), ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά συναντώνται στις ηλικιακές ομάδες στα άτομα ηλικίας 18-24 (ποσοστό 33,1%) και στα παιδιά ηλικίας 0-18 (σε ποσοστό 26,9%). Δηλαδή φαίνεται πως η φτώχεια πλήττει κυρίως τους νέους.
Βάσει του εκπαιδευτικού επιπέδου, το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας αναλογεί σε άτομα που έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση (28,7%), ακολουθούν τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια και μεταλυκειακή εκπαίδευση (24,2%). Περιορισμένη είναι η φτώχεια σε άτομα ανώτατης εκπαίδευσης που εμφανίζουν πολύ μικρότερο ποσοστό (9,4%).
Παρότι η εργασία είναι ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς τρόπους διασφάλισης του ατόμου έναντι του κινδύνου φτώχειας, δεν είναι απαραίτητα η απόλυτη λύση στο πρόβλημα. Η διατήρηση μιας επαγγελματικής θέσης δεν είναι πάντα αρκετή για να αποφύγει κανείς το κίνδυνο φτώχειας. Μια σειρά παραγόντων όπως η οικογενειακή δομή (δύο, τρία ή περισσότερα μέλη εξαρτώμενα από ένα εργαζόμενο), το χαμηλό εισόδημα ή τα χαμηλά κέρδη για τους επαγγελματίες, τα προβλήματα στην αγορά εργασίας, η μη σταθερή εργασία, οι χαμηλοί μισθοί, δημιουργούν αυτό που σε επίπεδο Ε.Ε. αποκαλείται «εντός εργασίας φτώχεια».
Το 15,1% των εργαζομένων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας. Η φτώχεια των εργαζομένων οφείλεται στα χαμηλά εισοδήματα λόγω αρκετών προβλημάτων που σχετίζονται με την αγορά εργασίας, όπως, η υψηλή ανεργία, η αδυναμία εξεύρεσης πλήρους απασχόλησης και σταθερής απασχόλησης, οι χαμηλοί μισθοί ή παραπέμπει σε μία οικογενειακή δομή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα εξαρτώμενα άτομα και ένα μόνο εργαζόμενο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες βρίσκονται στην αφετηρία του προβλήματος των αποκαλούμενων φτωχών εργαζομένων. Το ποσοστό της φτώχειας εκτοξεύεται στους ανέργους (45,8%), υψηλή είναι η φτώχεια στους αέργους (27,9%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό φτώχειας εμφανίζουν οι συνταξιούχοι (14,3%).
Η όξυνση της κοινωνικής κρίσης, όπως αποτυπώθηκε με στατιστικά στοιχεία που προηγήθηκαν επιβεβαιώνεται και από την αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου όπως αυτό αποτυπώνεται στην Έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 2012 που διενήργησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2012, ανήλθε στα 1.637,10 ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 10,2%, σε σύγκριση με το 2011.
Για τη χρονική περίοδο 2011 και 2012 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, μετατόπιση των δαπανών από δαπάνες που αφορούν στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, στα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, στην ένδυση – υπόδηση, στις μεταφορές, στην αναψυχή, στα διαρκή αγαθά, προς τις δαπάνες που αφορούν, κυρίως, στη στέγαση, στη διατροφή, στα αλκοολούχα ποτά και καπνό, στις επικοινωνίες και στην υγεία, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011), καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για ένδυση – υπόδηση (-15,3%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (-15,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-15,1%), αναψυχή και πολιτισμό (-15,0%), διαρκή αγαθά (-13,7%), μεταφορές (-12,6%), εκπαίδευση (-10,0%), υγεία (-8,6%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για είδη διατροφής (-7,5%), επικοινωνίες (-7,5%), οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (-5,7%) και στέγαση (-1,3%).
Δηλαδή, εξαιτίας της μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, αυτά αναπροσάρμοσαν την κατανάλωση τους διατηρώντας τις δαπάνες για είδη και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης και περιόρισαν τις δαπάνες τους για είδη και υπηρεσίες αναψυχής και προσωπικής περιποίησης.
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε και τα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛ.ΣΤΑΤ. φαίνεται πως υπάρχει έξαρση της φτώχειας στη χώρα, φαινόμενο το οποίο έχει άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις και το οποίο στο βαθμό που συνεχίζονται οι ίδιες πολιτικές θα οξυνθεί.
___________________________________________
* Ο Θανάσης Ζεκεντές είναι Οικονομολόγος MSc, Μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, και πρώην Αντιδήμαρχος Αταλάντης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε γράφετε τα σχόλια σας με ελληνικούς χαρακτήρες (κεφαλαία ή μικρά). Επίσης παρακαλούμε πολύ να μην γράφετε υβριστικά σχόλια. Πάντα υπάρχει τρόπος να περιγράψετε μία κακή κατάσταση χωρίς ύβρεις.
Σχόλια με λατινικούς ή άλλους χαρακτήρες, όπως επίσης σχόλια υβριστικά και συκοφαντικά στο εξής θα διαγράφονται.
Παρακαλούμε λοιπόν τους φίλους αναγνώστες:
ΟΧΙ SPAM,
ΟΧΙ GREEKLISH,
ΟΧΙ ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Παρακαλούμε επίσης τα σχόλιά σας να είναι σχετικά με την ανάρτηση.
ΣΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.